ακριβός

ακριβός
η , ό 1.
1) дорогой, дорогостоящий, ценный; 2) дорогой, любимый, милый; 3) скупой;

ακριβός στα πίτουρα και φτηνός στ· αλεύρι — экономить на мелочах, экономить на шпильках;

§ του ακριβού το βίος σε χαροκόπου χέρια — скупой на мотоватого копит;

2. (ο , η ) дорогой, любимый человек

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ακριβός" в других словарях:

  • ακριβός — ή, ό 1. (για πράγματα) αυτός που έχει μεγάλη αγοραστική αξία, που κοστίζει πολύ 2. πολύτιμος, τιμαλφής, βαρύς 3. αυτός που απαιτεί πολλά έξοδα, δαπανηρός, πολυέξοδος 4. (για πρόσωπα) αυτός που πουλά σε υψηλή τιμή 5. αυτός που τόν βλέπει κανείς… …   Dictionary of Greek

  • ακριβός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που έχει μεγάλη τιμή: Πολύ ακριβά πουλιούνται τα λαχανικά. 2. πολυαγαπημένος: Ακριβό μας παιδί, σε περιμένουμε με ανοιχτή αγκαλιά. 3. φιλάργυρος: Του ακριβού το βιος σε χαροκόπου χέρια (παροιμ. φρ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακριβίζω — [ακριβός] ακριβαίνω* …   Dictionary of Greek

  • ακριβαίνω — [ακριβός] 1. γίνομαι ακριβότερος, αυξάνει η τιμή τής πώλησής μου 2. γίνομαι δαπανηρός 3. αυξάνω, υψώνω την τιμή πώλησης ενός πράγματος, υπερτιμώ …   Dictionary of Greek

  • ακριβώνω — [ακριβός] ακριβαίνω* …   Dictionary of Greek

  • ακριβο- — Γλωσσ. α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων τής Νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα. Το ακριβο προήλθε είτε από το επίθ. ακριβός (κατά τη σύνθεσή του με ονόματα κυρίως) ή από το παράγωγο επίρρ. ακριβά (κατά τη σύνθεσή του με ρήματα). Το ακριβο ως …   Dictionary of Greek

  • ακριβούτσικος — η και ια, ο ο σχετικά ακριβός, λίγο υπερτιμημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. υποκορ. τού επιθ. ακριβός) …   Dictionary of Greek

  • μυριάκριβος — η, ο (Μ μυριάκριβος, η, ον) 1. (για πρόσ.) πολύ αγαπητός, πολυαγαπημένος («κορίτσι μυριάκριβο, που ήταν σαν το κρύο νερό», Παπαδ.) 2. (για πράγματα) πολύ ακριβός, πανάκριβος («μυριάκριβα είναι φέτος τα φρούτα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + ἀκριβός] …   Dictionary of Greek

  • ολάκριβος — η, ο πολύ ακριβός, πολύτιμος, πολύ αγαπητός. επίρρ... ολάκριβα πολύ ακριβά, πολύτιμα, αγαπητά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ολ(ο) * + ακριβός] …   Dictionary of Greek

  • πανάκριβος — η, ο πάρα πολύ ακριβός. επίρρ... πανάκριβα πάρα πολύ ακριβά. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ακριβός. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • πεντάκριβος — η, ο 1. αυτός που είναι πολύ ακριβός, που κοστίζει πολλά χρήματα, πανάκριβος 2. μτφ. (για πρόσ.) πολύ αγαπητός. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. πεντα * + ακριβός] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»